- ανήλατος
- ἀνήλατος, -ον (Α)1. αυτός που δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί2. μτφ. ισχυρογνώμων, άκαμπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α΄ συλλαβής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνήλατος — not malleable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλατον — ἀνήλατος not malleable masc/fem acc sg ἀνήλατος not malleable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηλάτων — ἀνήλατος not malleable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλατα — ἀνήλατος not malleable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήλατ' — ἀνήλατο , ἀνάλλομαι leap aor ind mid 3rd sg ἀνήλατο , ἀνάλλομαι leap aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) ἀνήλατα , ἀνήλατος not malleable neut nom/voc/acc pl ἀνήλατε , ἀνήλατος not malleable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανέλατος — η, ο (Α ἀνέλατος, ον) αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση αρχ. βλ. ανήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»] … Dictionary of Greek
ԱՆՇԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 1 0213 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 9c, 12c, 13c ա. ἁκίνητος, ἁνήλατος, ἁσάλευτος immobilis, immotus, immutabilis Որ ոչ շարժի ʼի տեղւոջէն կամ ʼի վիճակէն. անսասան. անդրդուելի. կայուն. հաստատուն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՈՇՏ — ( ) NBH 1 0217 Chronological Sequence: Unknown date ԱՆՈՇՏ Տ. ԱՆՈՍՏ. ἁνήλατος *Իբրեւ զսալ դարձնաց անոշտ եւ անվազ սիրտս ստացեալ. Կոչ. ՟Դ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՆՈՍՏ — ( ) NBH 1 0217 Chronological Sequence: 10c ա. ԱՆՈՍՏ որ եւ ԱՆՈՇՏ. իբր Անընդոստ. որ ոչ ʼի վեր ոստնու, կամ ոչ ʼի վեր վազէ. անշարժ. խիստ. դիմակաց. անմեղկելի. որպէս յն. ἁνήλατος contumax, inobediens, non emollitus *Մնացի իբրեւզսալ դարբնաց անոստ: Անոստ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)